- συντάξιμον
- τὸ, Α1. ο αναλογικός προσδιορισμός τού κεφαλικοῡ φόρου2. ο ίδιος ο κεφαλικός φόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξις «υποχρεωτική εισφορά τών πολιτών ανάλογα με τις τάξεις» + κατάλ. -ιμον ουδ. της κατάλ. -ιμος (πρβλ. καύσ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.